- ἑλιγμοῦ
- ἑλιγμόςwindingmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αεροπρογεφύρωμα — Στρ. καθορισμένη περιοχή σε εχθρικό ή απειλούμενο έδαφος, η κατάληψη ή η διατήρηση τής οποίας εξασφαλίζει τη συνεχή από αέρος απόβαση τμημάτων και υλικού και παρέχει τον αναγκαίο χώρο ελιγμού για περαιτέρω επιχειρήσεις … Dictionary of Greek
απαγκίστρωση — η 1. απαλλαγή από αγκίστρι, ξαγκίστρωμα 2. απελευθέρωση, απαλλαγή από δυσκολία ή ανεπιθύμητη σχέση 3. διακοπή της επαφής με τον εχθρό στα πλαίσια τακτικού υποχωρητικού ελιγμού … Dictionary of Greek
επικαμπή — η (Α ἐπικαμπή) [επικάμπτω] 1. κάμψη, κύρτωμα, λύγισμα 2. η γωνία που σχηματίζεται με την κάμψη 3. στρ. η λοξή ή κάθετη προς το μέτωπο διάταξη προς τα πίσω ενός στρατεύματος ή μιας οχυρώσεως, που αποβλέπει στην προάσπιση από εχθρική πλευρική… … Dictionary of Greek
πυροβολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει η αναφέρεται στο πυροβόλο 2. το θηλ. ως ουσ. η πυροβολική στρ. η τεχνική τής ανάπτυξης, χρησιμοποίησης και συντήρησης όλων τών πολεμικών όπλων που χαρακτηρίζονται ως πυροβόλα, δηλ. ως όπλα που βάλλουν βλήματα μεγάλου… … Dictionary of Greek
αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek